πεποικιλμένως

πεποικιλμένως
Α
επίρρ. με ποικίλο τρόπο, με ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεποικιλμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ποικίλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”